εὐδιάπλαστος

εὐδιάπλαστος
εὐδιά-πλαστος, ον,
A easily moulded, plastic, of water, Olymp.Alch. p.82 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐδιάπλαστος — easily moulded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάπλαστος — η, ο (ΑΜ εὐδιάπλαστος, ον) 1. αυτός που διαπλάσσεται, που διαμορφώνεται εύκολα 2. αυτός που έχει πλαστεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπλαστος (< διαπλάσσω), πρβλ. α διάπλαστος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιάπλαστον — εὐδιάπλαστος easily moulded masc/fem acc sg εὐδιάπλαστος easily moulded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”